- οικειακός
- οἰκειακός, -ή, -όν (ΑΜ, Α και, δωρ. τ., οἰκῃακός, -ή, -όν) [οικείος]1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικείος, οικιακός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκειακάη ιδιωτική περιουσίαμσν.(για πρόσ.) α) αυτός που ανήκει στην ίδια οικογένεια με κάποιον άλλο, ο συγγενήςβ) αυτός που συνδέεται με στενούς φιλικούς δεσμούς με κάποιον, ο οικείος, ο στενός φίλοςαρχ.αυτός που αφορά στους συγγενείς κάποιου.επίρρ...οἰκειακῶς (Μ)ιδιωτικά, σε στενό κύκλο, χωρίς τελετή, χωρίς πομπή, ανεπίσημα.
Dictionary of Greek. 2013.